αστρολάβος — αστρολάβος, ο και αστρολάβιο, το παλιού τύπου αστρονομικό όργανο χρήσιμο στον καθορισμό της πάνω από τον ορίζοντα θέσης των άστρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρολάβος — armillary sphere masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… … Dictionary of Greek
αστρολάβος ή αστρολάβιον — Παλαιό όργανο παρατήρησης των αστέρων. Επινοήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και το αποτελούσαν ένας ή περισσότεροι κύκλοι και ένας κινητός βραχίονας που επέτρεπε τον προσδιορισμό του ύψους των ουράνιων σωμάτων. O α. στην πιο απλή μορφή του είναι… … Dictionary of Greek
ἀστρολάβοι — ἀστρολάβος armillary sphere masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβοις — ἀστρολάβος armillary sphere masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβον — ἀστρολάβος armillary sphere masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβου — ἀστρολάβος armillary sphere masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβους — ἀστρολάβος armillary sphere masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβων — ἀστρολάβος armillary sphere masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρολάβῳ — ἀστρολάβος armillary sphere masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)